σκαφευτικός
Смотреть что такое "σκαφευτικός" в других словарях:
σκαφευτικός — ή, ό, Ν [σκαφέας / σκαφεύς] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σκαφή και στον σκαφέα, σκαπτικός («σκαφευτικά εργαλεία») … Dictionary of Greek
σκαφευτικός — ή, ό, Ν [σκαφέας / σκαφεύς] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σκαφή και στον σκαφέα, σκαπτικός («σκαφευτικά εργαλεία») … Dictionary of Greek